Ανάμεσα στο φως της Αιγύπτου και τη σιωπή της σκηνής, η Αντιγόνη Τσιούλη έγραψε τη δική της ιστορία.
Της Νικόλ Μακρή
Η Ελληνίδα πρίμα μπαλαρίνα Αντιγόνη Τσιούλη στην τελετή εγκαινίων του Grand Egyptian Museum στο Κάιρο ήταν από τις εμφανίσεις που συζητήθηκαν, όχι μόνο επειδή μια Ελληνίδα βρέθηκε σε ένα τόσο μεγάλο διεθνές πολιτιστικό γεγονός, αλλά γιατί η παρουσία της έδειξε με πολύ καθαρό τρόπο τι μπορεί να κάνει η τέχνη όταν λειτουργεί πέρα από σύνορα.
Η Τσιούλη έχει ξεκινήσει από την Αθήνα, από τη Σχολή Επαγγελματικού Χορού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και από νωρίς επέλεξε τον δύσκολο δρόμο του εξωτερικού. Μετά από ακρόαση εντάχθηκε στο Μπαλέτο της Όπερας του Καΐρου και έκτοτε ανέβηκε σταδιακά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, μέχρι τη θέση της κορυφαίας σολίστ. Σε μια χώρα με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία και καλλιτεχνική παράδοση, κατάφερε να βρει τον χώρο της και να γίνει αναγνωρίσιμο πρόσωπο για το κοινό του Καΐρου, κάτι που από μόνο του δείχνει το μέγεθος της δουλειάς της.

Στην τελετή των εγκαινίων του Grand Egyptian Museum η χορογραφία της δεν ήταν έτοιμο νούμερο που μεταφέρθηκε αυτούσιο, αλλά δημιουργήθηκε ειδικά για το συγκεκριμένο περιβάλλον. Συνδύαζε τη δομή του κλασικού μπαλέτου με αναφορές σε κινήσεις και τελετουργικά μοτίβα της αιγυπτιακής παράδοσης, ώστε το αποτέλεσμα να δένει με τον χώρο και με το αφήγημα της βραδιάς. Η ιδέα ήταν απλή αλλά ουσιαστική. Να παρουσιαστεί ο αιγυπτιακός πολιτισμός όχι μόνο μέσα από τα εκθέματα του μουσείου, αλλά και μέσα από ένα ζωντανό σώμα που κινείται ανάμεσά τους.
Το ίδιο το μουσείο είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά εγχειρήματα της περιοχής και έχει σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως κεντρικός κόμβος για εκθέσεις, εκδηλώσεις και διεθνείς συνεργασίες. Γι’ αυτό και στην τελετή δεν επιλέχθηκαν μόνο ομιλίες ή τυπικά εγκαίνια αλλά και καλλιτεχνικές πράξεις. Οι διοργανωτές ήθελαν να δείξουν ότι ο χώρος δεν είναι απλώς αποθήκη πολιτισμού, αλλά ζωντανός οργανισμός που παράγει πολιτισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, το να εμφανιστεί μια Ελληνίδα μπαλαρίνα που εργάζεται μόνιμα στην Όπερα του Καΐρου είχε και πρακτική και συμβολική λογική. Έδειχνε την εξωστρέφεια του μουσείου και ταυτόχρονα μια πολύ συγκεκριμένη σχέση Ελλάδας – Αιγύπτου, που υπάρχει εδώ και δεκαετίες σε επίπεδο τεχνών.

Η Τσιούλη έχει καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυστηρότητα της κλασικής σχολής και στον πιο εξωστρεφή, συχνά θεατρικό τρόπο με τον οποίο το αιγυπτιακό κοινό αντιλαμβάνεται τον χορό. Σε συνεντεύξεις της έχει αναφερθεί στη δυσκολία αλλά και στη γοητεία αυτής της προσαρμογής. Ότι δηλαδή πρέπει να παραμείνεις πιστός στη δική σου τεχνική και παιδεία, αλλά ταυτόχρονα να συνομιλείς με τον τόπο στον οποίο εμφανίζεσαι. Στο opening του GEM αυτό φάνηκε καθαρά. Ήταν ξεκάθαρα μια μπαλαρίνα ευρωπαϊκής σχολής, αλλά το έργο δεν ήταν ξένο προς το περιβάλλον. Είχε γίνει για εκεί.
Για το ελληνικό κοινό, τέτοιες παρουσίες έχουν ένα επιπλέον ενδιαφέρον. Δείχνουν ότι καλλιτέχνες που έχουν ξεκινήσει εδώ μπορούν να σταθούν σε διεθνή σκηνή, χωρίς απαραίτητα να βρίσκονται στη Δύση. Το αφήγημα της καριέρας “μόνο προς Ευρώπη ή Αμερική” δεν είναι πια το μοναδικό. Η Αίγυπτος, η Μέση Ανατολή και γενικά η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούν πλέον ανοιχτό πεδίο συνεργασιών, ειδικά όταν πρόκειται για τέχνες του σώματος και του θεάματος.

Η εμφάνιση της Αντιγόνης Τσιούλη στο Grand Egyptian Museum τελικά λειτούργησε σαν μικρό παράδειγμα του τι σημαίνει πολιτιστική ανταλλαγή όταν δεν μένει στη θεωρία. Μια Ελληνίδα, εκπαιδευμένη στην Αθήνα, εργάζεται στο Κάιρο, παρουσιάζει έργο εμπνευσμένο από την αιγυπτιακή κληρονομιά, σε ένα διεθνές ακροατήριο. Χωρίς υπερβολές, χωρίς εθνικιστικές κορώνες, χωρίς να χρειάζεται να εξηγηθεί τίποτα. Ο χορός έκανε όλη τη δουλειά.
Κι αν κάτι μένει από αυτή την ιστορία είναι ότι τέτοιες διαδρομές δεν βγαίνουν από το πουθενά. Χτίζονται από χρόνια μαθημάτων, από πειθαρχία, από δοκιμές, από το θάρρος να φύγεις από τον τόπο σου και να δοκιμαστείς αλλού. Και αυτό είναι πάντα κάτι που αξίζει να γράφεται.-