Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι πρέπει να το παραδεχτούμε. Στην Ελλάδα έχουμε μια ευκολία να βαφτίζουμε προδοσία ό,τι δεν μας είναι οικείο.
Της Νικόλ Μακρή
Γενικά κάθε φορά που γράφω προσπαθώ να είμαι αντικειμενική όσο και αν διαφωνώ με απόψεις ή πολιτικές θέσεις. Το ίδιο θα κάνω και τώρα. Γιατί μια δήλωση μπορεί να με ενοχλεί πολύ, όμως άλλο το συναίσθημα και άλλο το τι έχει νόημα να μένει στον δημόσιο λόγο.
Οι πρόσφατες δηλώσεις της Αφροδίτης Λατινοπούλου για τους εκπαιδευτικούς ήταν επιθετικές και υποτιμητικές. Όταν χαρακτηρίζεις ανθρώπους που υπηρετούν την εκπαίδευση ως σκουπίδια και ζητάς να απολυθούν χθες επειδή δεν συμφωνούν με τον τρόπο που γιορτάζονται οι εθνικές επέτειοι, τότε δεν κάνεις συζήτηση. Γιατί τους ακυρώνεις εντελώς. Και η ακύρωση δεν είναι πολιτική θέση. Είναι τρόπος να κλείνει μια κουβέντα πριν καν αρχίσει.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι υπάρχει κόσμος που ανησυχεί για το πώς διδάσκεται η ιστορία και οι εθνικές μας στιγμές, αυτό δεν νομιμοποιεί τη στοχοποίηση. Είναι άλλο να λες δεν συμφωνώ με αυτή την παιδαγωγική προσέγγιση και άλλο να λες να φύγουν από τα σχολεία όσοι σκέφτονται έτσι. Το πρώτο είναι πολιτική διαφωνία. Το δεύτερο είναι επίθεση σε έναν ολόκληρο κλάδο.
Το πρόβλημα με τέτοιες δηλώσεις είναι ότι μετακινούν τη συζήτηση από την ουσία στο θέαμα. Αντί να μιλήσουμε για το πώς διδάσκουμε ιστορία το 2025, για το αν τα παιδιά καταλαβαίνουν τι γιορτάζουμε και γιατί, για το αν χρειάζεται πιο ζωντανός τρόπος, μένουμε να τσακωνόμαστε αν ο εκάστοτε εκπαιδευτικός αγαπάει την Ελλάδα ή όχι. Αυτό είναι αδιέξοδο. Απλοποιεί ένα σύνθετο θέμα και το κάνει αρένα.
Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι οι εκπαιδευτικοί αξίζουν πολύ μεγαλύτερο σεβασμό από αυτόν που παίρνουν. Είναι οι πρώτοι που ακούμε να κατηγορούνται και οι τελευταίοι που ακούγονται. Είναι αυτοί που προσπαθούν να εξηγήσουν στα παιδιά ότι η ιστορία δεν είναι μόνο ηρωισμός είναι και επιλογές και λάθη και διαφορετικές αφηγήσεις. Είναι αυτοί που καλούνται να διδάξουν σε μια τάξη όπου τα παιδιά δεν έχουν όλες τις ίδιες αναφορές. Άρα ναι θα υπάρξουν εκπαιδευτικοί που θα πουν να συζητήσουμε ξανά τον τρόπο που τιμούμε τις εθνικές επετείους. Αυτό δεν ταυτίζεται με αντιπατριωτισμό. Ταυτίζεται με εκσυγχρονισμό.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι πρέπει να το παραδεχτούμε. Στην Ελλάδα έχουμε μια ευκολία να βαφτίζουμε προδοσία ό,τι δεν μας είναι οικείο. Αν κάποιος πει να αλλάξουμε τον τρόπο που γιορτάζουμε θεωρούμε ότι θέλει να σβήσει την ιστορία. Μπορεί όμως απλώς να θέλει η ιστορία να ακουστεί καλύτερα στη νέα γενιά. Γιατί άλλο πράγμα είναι να φωνάζεις ζήτω και άλλο να καταλαβαίνεις για ποιον το λες.
Επίσης πρέπει να θυμόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί δεν διαμορφώνουν μόνο γνώση. Διαμορφώνουν και τρόπο σκέψης. Αν τους δείχνουμε δημόσια σαν να είναι δεύτερης κατηγορίας εργαζόμενοι, τι μήνυμα στέλνουμε στους μαθητές. Ότι η διαφορετική άποψη τιμωρείται. Ότι αν δεν λες το ίδιο με την πλειοψηφία κινδυνεύεις. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να πετύχουμε με την εκπαίδευση.
Δεν λέω ότι δεν πρέπει να κρίνεται η εκπαίδευση. Πρέπει και μάλιστα αυστηρά. Αλλά πρέπει να κρίνεται με επιχειρήματα και όχι με χαρακτηρισμούς. Αν κάποιος θεωρεί ότι η κατάργηση ή η αλλαγή μιας εθνικής γιορτής είναι λάθος ας το εξηγήσει. Ας φέρει ιστορικά παραδείγματα. Ας μιλήσει για εθνική μνήμη. Ας τοποθετηθεί θεσμικά. Το να λες απλώς να φύγουν όσοι διαφωνούν δείχνει φτώχεια λόγου.
Θα ήθελα ο δημόσιος διάλογος να έχει λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που δουλεύουν μέσα στα σχολεία. Αυτοί βλέπουν από κοντά τι έχει νόημα και τι όχι. Βλέπουν ότι τα παιδιά άλλες φορές συγκινούνται και άλλες όχι. Και προσπαθούν να το προσαρμόσουν. Αυτό δεν είναι απειλή για την πατρίδα. Είναι φροντίδα για την παιδεία.
Μπορώ λοιπόν να διαφωνώ καθαρά με το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεων χωρίς να μηδενίσω όσους τις άκουσαν και είπαν ναι έτσι είναι. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας που φοβάται ότι χάνονται τα “σταθερά”. Όμως τα “σταθερά” δεν τα κρατάμε με φωνές. Τα κρατάμε με σοβαρή εκπαίδευση και με ανθρώπους μέσα στα σχολεία που νιώθουν ότι τους στηρίζουμε.
Αν υπάρχει κάτι που χρειάζεται σήμερα είναι ακριβώς αυτό. Να σταματήσουμε να κάνουμε θέαμα όποιον έχει άλλη γνώμη και να αρχίσουμε να ακούμε. Να ακούμε και τους εκπαιδευτικούς. Ιδίως αυτούς. Γιατί εκείνοι βλέπουν πρώτοι το αύριο. Και το αύριο δεν θα το διαμορφώσουν τα τηλεπαράθυρα. Θα το διαμορφώσουν οι αίθουσες.
Κλείνοντας, θα παραδεχθώ πως καθώς τα έγραφα όλα αυτά έπιασα τον εαυτό μου να βουρκώνει. Ίσως γιατί, τελικά, δεν ξέρω αν είμαι περισσότερο δημοσιογράφος από ό,τι εκπαιδευτικός. Ίσως γιατί πίσω από κάθε είδηση, πίσω από κάθε πολιτική ένταση, υπάρχει πάντα εκείνη η ήσυχη εικόνα μιας τάξης που προσπαθεί να σταθεί όρθια. Και αυτήν, όσο κι αν αλλάζουν τα λόγια γύρω της, δεν πρέπει να τη χάσουμε ποτέ.-