Αναστασία Στεφανοπούλου: Το Παράδοξο των Πανελλαδικών Εξετάσεων

09.06.2025

Η πραγματική μεταρρύθμιση δεν ξεκινά από τις εξετάσεις. Ξεκινά από το όραμα που έχουμε για την εκπαίδευση, το μέλλον των παιδιών μας και ευρύτερα της ίδιας της ανθρωπότητας.

Της Αναστασίας Στεφανοπούλου(*)

Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του ελληνικού συστήματος πρόσβασης στα δημόσια πανεπιστήμια. Εδώ και δεκαετίες προβάλλονται ως μια αξιοκρατική και αντικειμενική διαδικασία, που προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη θεσμική εικόνα, κρύβονται αντιφάσεις και δυσλειτουργίες που καθιστούν τις Πανελλήνιες όχι απλώς μια σημαντική πρόκληση, αλλά το αποκορύφωμα ενός ασυνεπούς και άνισου εκπαιδευτικού ταξιδιού. Πολύ συχνά, οι μαθητές βιώνουν έντονο άγχος και ψυχολογική πίεση, νιώθοντας σαν «άλογα κούρσας» σε έναν εξαντλητικό αγώνα δρόμου απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό.

Από τη χαλαρότητα στη μέγιστη πίεση: μια παιδαγωγικά προβληματική μετάβαση

Η σχολική πορεία από την Α’ Γυμνασίου έως και τη Β’ Λυκείου χαρακτηρίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από χαμηλό επίπεδο απαιτήσεων, ελλιπή μεθοδικότητα και επιφανειακή προσέγγιση της γνώσης, ιδιαίτερα στα θετικά μαθήματα. Η διδασκαλία σπάνια ακολουθεί μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης της κριτικής σκέψης ή της βαθιάς κατανόησης εννοιών. Ιδιαίτερα στα Μαθηματικά, το πρόβλημα είναι εντονότερο: παρουσιάζονται ως μία απλή απομνημόνευση τύπων και διαδικασιών, χωρίς σύνδεση με το βίωμα ή κινητοποίηση της σκέψης. Δεν καλλιεργούν δημιουργικότητα, ούτε προάγουν ουσιαστική κατανόηση με αποτέλεσμα οι μαθητές να μαθαίνουν να λύνουν, αλλά όχι να σκέφτονται. Η εκπαιδευτική διαδικασία, αντί να εμβαθύνει, περιορίζεται σε μια γενική, εισαγωγική προσέγγιση, χωρίς σαφείς παιδαγωγικούς στόχους και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο προόδου.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μαθητές να προχωρούν από τάξη σε τάξη με συσσωρευμένα κενά, τα οποία γίνονται εμφανή αργότερα, σε κρίσιμα σημεία της εκπαιδευτικής τους πορείας. Την ίδια στιγμή, η αξιολόγηση παραμένει συχνά χαλαρή, επιεικής και σε μεγάλο βαθμό μη αντιπροσωπευτική της πραγματικής τους επίδοσης. Η εικόνα του «καλού μαθητή» διαμορφώνεται περισσότερο με βάση τη συμμόρφωση, την προσωπική συμπάθεια ή τη γενική προσπάθεια και λιγότερο μέσα από αντικειμενικά ακαδημαϊκά κριτήρια. Κι όμως, συχνά αναρωτιόμαστε εκ των υστέρων «τι πήγε λάθος».

Στην περίοδο μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η παραπάνω κατάσταση επιδεινώθηκε. Πέρα από τις ήδη υπάρχουσες αδυναμίες, παρατηρείται πλέον έντονα το φαινόμενο της μεταφοράς της βασικής εκπαιδευτικής ευθύνης σε εξωσχολικούς εκπαιδευτικούς, όπως φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα και εκπαιδευτικές πλατφόρμες. Το σχολείο φαίνεται να έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο του ως βασικός φορέας μάθησης και καθοδήγησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκπαιδευτική ισότητα και τη συνοχή του συστήματος.

Η βίαιη προσαρμογή της Γ’ Λυκείου

Στην τελευταία τάξη του Λυκείου, το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η διδασκαλία αποκτά απόλυτη στοχοθεσία και αυστηρή μεθοδολογία, ενώ ο ρυθμός ανεβαίνει απότομα. Ξαφνικά, ζητείται από τον μαθητή να μελετά με συνέπεια, να οργανώνει τον χρόνο του με ακρίβεια, να επιλύει σύνθετα προβλήματα, να σκέφτεται κριτικά και να αποδίδει κάτω από πίεση, σε ένα σύστημα έντονου ανταγωνισμού και περιορισμένων θέσεων. Πλέον, η αξιολόγηση γίνεται αυστηρή και βασίζεται αποκλειστικά στις πραγματικές γνώσεις που έχει κατακτήσει ο μαθητής.

Το σχολείο λειτουργεί συχνά επικουρικά και όχι ως βασικός πυλώνας της μαθησιακής διαδικασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, είτε λόγω υπερφόρτωσης του προγράμματος, είτε εξαιτίας οργανωτικών και συστημικών αδυναμιών και ορισμένες φορές ακόμη και λόγω προσωπικής αμέλειας, ακόμη και οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να ανταποκριθούν στον θεμελιώδη παιδαγωγικό τους στόχο: να προετοιμάσουν τους μαθητές τους με πληρότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως αυτή η απότομη μετάβαση σε ένα αυστηρό και απαιτητικό πλαίσιο συμβαίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία. Ο μαθητής καλείται, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, να καλύψει κενά που έχουν συσσωρευτεί επί χρόνια, να υιοθετήσει νέες μεθόδους μελέτης, να διαχειριστεί το άγχος και να ανταποκριθεί σε απαιτήσεις που το ίδιο το σχολείο δεν του έχει διδάξει να αντιμετωπίζει. Το βάρος πέφτει, αναπόφευκτα, στα φροντιστήρια, στην οικογένεια και κυρίως στην ψυχική ανθεκτικότητα του ίδιου του εφήβου.

Το τίμημα της αντίφασης

Το πρόβλημα, όμως, είναι βαθύτερο. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι δομημένο πάνω στην προχειρότητα, χωρίς συνοχή, χωρίς επιστημονική βάση και κυρίως χωρίς μακροπρόθεσμο όραμα. Από το Γυμνάσιο έως και το Λύκειο, η γνώση μεταδίδεται αποστειρωμένα, χωρίς ουσιαστικό κίνητρο, χωρίς νόημα και χωρίς σύνδεση με την καθημερινότητα των μαθητών. Αυτή η δομική ασυνέπεια κορυφώνεται στη Γ’ Λυκείου, οδηγώντας συχνά σε έντονο άγχος, συναισθηματική φθορά, ψυχοσωματικές αντιδράσεις και, σε αρκετές περιπτώσεις, αίσθημα ματαίωσης. Πολλοί μαθητές αποτυγχάνουν όχι λόγω έλλειψης ικανοτήτων, αλλά επειδή το ίδιο το σύστημα τους καλλιέργησε μια ψευδή αίσθηση επάρκειας και τους εγκατέλειψε ακριβώς τη στιγμή που είχαν ανάγκη από σταθερότητα, οργάνωση, συνέπεια, καθοδήγηση και ρεαλιστικές προσδοκίες.

Μια τέτοια εκπαιδευτική κουλτούρα δεν διαμορφώνει αυτόνομους, κριτικά σκεπτόμενους πολίτες. Αντιθέτως, δημιουργεί μαθητές που καλούνται να προσαρμοστούν απότομα και βίαια, αντί να ωριμάσουν σταδιακά μέσα από μια συνεπή και ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία.

Η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό

Πριν αποφασίσουμε ότι οι Πανελλήνιες πρέπει να καταργηθούν, οφείλουμε πρώτα να μελετήσουμε σε βάθος αν το εκπαιδευτικό σύστημα ανταποκρίνεται πραγματικά στις ανάγκες των μαθητών και της κοινωνίας. Χρειάζεται ένας ριζικός αναστοχασμός για τον ρόλο του σχολείου. Η απαιτητική διδασκαλία και η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης δεν μπορούν να ξεκινούν στην Τρίτη Λυκείου. Ο μαθητής πρέπει να προετοιμάζεται σταδιακά και ουσιαστικά, από τα πρώτα σχολικά χρόνια, με συνέπεια, διαφάνεια και μεθοδικότητα χωρίς αιφνιδιασμούς και χωρίς ουτοπικές πεποιθήσεις.

Πάνω απ’ όλα, απαιτείται μια βαθιά αλλαγή φιλοσοφίας στην αξιολόγηση: η βαθμολογία οφείλει να λειτουργεί ως εργαλείο αυτογνωσίας, και όχι ως διοικητικό δεδομένο ή μέσο επιβράβευσης της συμμόρφωσης. Μόνο τότε το σχολείο θα μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος καλλιέργειας ικανοτήτων και όχι απλώς ως πρόλογος ενός εξεταστικού αγώνα δρόμου.

Ζούμε στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης κι όμως, το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με λογικές περασμένων δεκαετιών. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι τεχνολογικές καινοτομίες αυξάνονται διαρκώς, αλλά το σχολείο αδυνατεί να συμβαδίσει με την εποχή του. Η γνώση, αντί να εμπνέει και να εξελίσσει, παραμένει αποκομμένη από την πραγματικότητα και δεν συνοδεύεται από σαφή προσδιορισμό του επιστημονικού αντικειμένου που διδάσκεται στους μαθητές.

Αν πραγματικά επιθυμούμε να καταργήσουμε τις Πανελλήνιες, πρώτα οφείλουμε να χτίσουμε ένα σχολείο αντάξιο των μαθητών μας:

  • Με ενίσχυση της κριτικής σκέψης και της δημιουργικότητας.
  • Με εκπαιδευτικούς ελεύθερους, επιμορφωμένους και ουσιαστικά υποστηριζόμενους.
  • Με σχολεία που προσφέρουν έμπνευση, ασφάλεια και προοπτική.
  • Με προγράμματα σπουδών που συνδέονται με τη ζωή, τον κόσμο και το μέλλον.
  • Με σαφή, επιστημονικά τεκμηριωμένη διδασκαλία, που βοηθά τους μαθητές να κατανοούν σε βάθος τα αντικείμενα μελέτης και όχι απλώς να τα αποστηθίζουν.

Η πραγματική μεταρρύθμιση δεν ξεκινά από τις εξετάσεις. Ξεκινά από το όραμα που έχουμε για την εκπαίδευση, το μέλλον των παιδιών μας και ευρύτερα της ίδιας της ανθρωπότητας. Γιατί, αν δεν το τολμήσουμε αυτό, δεν θα βιώσουμε απλώς στασιμότητα· θα δούμε να ενισχύονται η άγνοια, η σύγχυση και η άνοδος ακραίων πεποιθήσεων και τέλος θα δούμε, στην πράξη, το αντίστροφο του φαινομένου Flynn.

(*) Η κα. Αναστασία Στεφανοπούλου είναι Εκπαιδευτικός (Μαθηματικός).

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

Don't Miss

Γιώργος Κουβαράς: «Ο πολιτικός στρουθοκαμηλισμός ενισχύει την εσωστρέφεια του ΠΑΣΟΚ»

Tο ΠΑΣΟΚ περιέπεσε τις τελευταίες μέρες στη δίνη της εσωστρέφειας με αφορμή

Γιάννης Πρετεντέρης: Έγκλημα χωρίς κουκούλα

Ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει τι συνέβη πραγματικά και