15 Ιουνίου 1995 – Η “Μαύρη Επέτειος”
Του Διονύση Ζακυνθινού
Οι προβολείς έλουζαν με άπλετο φως τα ερείπια. Το κοντράστ μέσα στη νύχτα ήταν ανατριχιαστικό κι εμείς ήμασταν θεατές σε ένα εφιαλτικό σκηνικό.
Ένας σκύλος άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά πάνω στα χαλάσματα. Ύστερα από λίγα λεπτά, που μάς φάνηκαν ώρες ολόκληρες, σταμάτησε πάνω από ένα σημείο, ακουμπώντας σ’ αυτό το ρουθούνι του. Γαβγίζοντας και κουνώντας την ουρά του, έδωσε το σύνθημα που περίμεναν τα σωστικά συνεργεία. Ακριβώς κάτω από εκεί που στεκόταν το σκυλί, βρίσκονταν τα άψυχα κορμιά ενός ζευγαριού. Γάλλοι τουρίστες μάθαμε αργότερα ότι ήταν, που τους βρήκε ο θάνατος από ένα καταστροφικό χτύπημα του Εγκέλαδου, εκεί που είχαν έρθει να περάσουν τις διακοπές τους.
Οι άνδρες των σωστικών συνεργείων έτρεξαν στο σημείο και πέταξαν σ’ αυτό λευκά σεντόνια. Θα ακολουθούσε το μακάβριο έργο της ανάσυρσης των πτωμάτων και μετέπειτα αυτό της αναγνώρισης τους. Ήταν μια εικόνα που σε χαράζει για πάντα.
Όσοι δημοσιογράφοι σπεύσαμε στο Αίγιο, λίγο μετά από τον καταστροφικό σεισμό των 6,1 Ρίχτερ που το έπληξε, στις 15 Ιουνίου 1995, επικεντρωθήκαμε γρήγορα σε δύο σημεία.

Το ένα ήταν η οδός Δεσποτοπούλου, όπου μια πολυκατοικία είχε σχεδόν καταρρεύσει, και το άλλο ήταν το ξενοδοχείο «Ελίκη», στα Βαλιμίτικα, το οποίο είχε την ίδια τύχη. Και τα δύο κτίρια, λόγω ελαττωματικής κατασκευής, δεν άντεξαν το ισχυρό χτύπημα του σεισμού, με τραγικό απολογισμό 26 νεκρούς. Οι 16 ήταν στη «χάρτινη» πολυκατοικία της Δεσποτοπούλου και οι δέκα ήταν Γάλλοι τουρίστες που βρίσκονταν στο ξενοδοχείο.
Οι αναμνήσεις κυλούν σαν νερό, θυμάσαι αυτά που έζησες σαν να ήταν χθες. Κι ας έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε.
Ένας μεσήλικας κύριος, με ένα τσαντάκι στον ώμο, στάθηκε δίπλα μας, μπροστά από τα ερείπια του γκρεμισμένου ξενοδοχείου και παρατήρησε με το έμπειρο μάτι του μια κατασκευαστική αστοχία. Μάς έδειξε ότι τα λεγόμενα τσέρκια, που χρησιμοποιούνται για τον οπλισμό του σκυροδέματος στις κολόνες, ήταν πολύ αραιά το ένα με το άλλο. Ως ειδικός, εντόπισε κάτι που όσο και να βλέπαμε εμείς τα ερείπια δεν θα το καταλαβαίναμε.
Αλλά, την ίδια ώρα, στην πολυκατοικία της οδού Δεσποτοπούλου διαδραματιζόταν μια συγκλονιστική ιστορία που θα συγκινούσε το πανελλήνιο. Στα ερείπια της είχε εγκλωβιστεί ένα αγόρι, ο 8χρονος Ανδρέας Μπόγδανος. Τα σωστικά συνεργεία μιλούσαν μαζί του αφότου τον εντόπισαν, προσπαθώντας να τον εμψυχώσουν μέχρι να έρθει η καθοριστική στιγμή του απεγκλωβισμού του.

Όταν αυτό συνέβη, μετά από 44 ώρες, με το παιδί να βγαίνει ζωντανό από τα χαλάσματα, δάκρυα χαράς, χειροκροτήματα και ιαχές πανηγυρισμών δόνησαν την ατμόσφαιρα, ενώ μια ολόκληρη χώρα παρακολουθούσε με αγωνία από την τηλεόραση το αίσιο τέλος.
«Το έβγαλαν το παιδί, το έβγαλαν», φωνάζαμε με χαρά ο ένας στον άλλο κι εμείς, όλοι όσοι βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο.
Ο μικρός Ανδρέας είχε σωθεί και ο απεγκλωβισμός του ήταν για εμάς μια μεγάλη νίκη της ζωής απέναντι στον θάνατο, η μυρωδιά του οποίου εκεί παρέμενε έντονη. Την ένιωθες, σε άγγιζε.

«Μού είπαν ότι ξέρεις γαλλικά. Μπορείς να με βοηθήσεις να πάρω μια συνέντευξη από τους Ελβετούς;» ήταν το αίτημα συναδέλφου αθηναϊκού καναλιού. Τον βοήθησα, όπως βοηθούσαμε και ο ένας τον άλλο σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Δεν ήταν μόνο για να κάνουμε τη δουλειά μας. Ήταν και για να οπλιστούμε με ψυχική δύναμη και μπόλικο κουράγιο ώστε να αντιμετωπίσουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Επρόκειτο για κάτι που ζεις μάλλον μόνο μια φορά, αλλά θα ήθελες κι αυτή να μην τη ζήσεις. Ξενυχτήσαμε στα ερείπια, έχοντας ένα μπουκαλάκι νερό για να βρέχουμε πού και πού τα χείλη μας. Φαγητό πρόχειρο υπήρχε, αλλά μπουκιά δεν πήγαινε κάτω. Συγκινηθήκαμε, δακρύσαμε, κάπου λυγίσαμε αντικρίζοντας τους σάκους των πτωμάτων.
Όμως, ταυτόχρονα, πήραμε κι ένα αξέχαστο μάθημα ζωής. Πέρασε πολύς καιρός για να συνέλθω, σκεπτόμενος, ωστόσο, ότι οι πληγές που άφησε ο σεισμός στις οικογένειες που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, θα έμεναν για πάντα ανοιχτές.
Τριάντα χρόνια μετά, οι οδυνηρές αναμνήσεις από εκείνες τις δραματικές νύχτες παραμένουν αναλλοίωτες και επανέρχονται δριμύτερες κάθε φορά που ο Εγκέλαδος χτυπά απροειδοποίητα και αδιακρίτως, υπενθυμίζοντας μας τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στη συντριπτική δύναμη της φύσης.