Ο Πατρινός λοχαγός που πολέμησε το 1974 ηρωικά στην Κύπρο κι έκτοτε θεωρείται αγνοούμενος.
Του Διονύση Ζακυνθινού
Στις 22 Ιουλίου 1974, την τρίτη ημέρα μετά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των Ειδικών Δυνάμεων και εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, έδωσε στην 33 Μοίρα Καταδρομών τη διαταγή για μια αποστολή αυτοκτονίας.
Συγκεκριμένα, ο Κομπόκης διέταξε δύο λόχους της 33 Μοίρας να μεταβούν στην ακτή της Κερύνειας, στο σημείο απόβασης των τουρκικών δυνάμεων, με αντικειμενικό σκοπό να εξαλείψουν το προγεφύρωμα του εχθρού και να αποκρούσουν το δεύτερο αποβατικό κύμα, που είχε ξεκινήσει εκείνο το πρωί κι έφερε την ονομασία: Δύναμη Ειδικής Αποστολής Bora.
Οι επικεφαλής στους δύο λόχους ήταν οι εξ Ελλάδος λοχαγοί Βασίλειος Ροκάς και (ο Πατρινός) Νικόλαος Κατούντας. Και οι δύο, μαζί με όλη τη δύναμη της 33 ΜΚ, είχαν συμμετάσχει στις συγκρούσεις του Πενταδαχτύλου, στα υψώματα γύρω από τον Άγιο Ιλαρίωνα, από τις έντεκα τη νύχτα της 20ής Ιουλίου μέχρι το πρωί της 21ης.
Τον Κατούντα οι στρατιώτες του τον αποκαλούσαν «καθηγητή», γιατί είχε ευφυΐα και χιούμορ, ήταν ένας βαθιά στοχαστικός άνθρωπος, ηλικίας 31 ετών. Για την ανδρεία του, λένε ότι διοικούσε «διά του παραδείγματος».
Πάνω απ’ όλα, όμως, και όπως επισημαίνει ο Κύπριος επιλοχίας Αυγουστίνος Αυγουστή, ο Κατούντας «ήταν ερωτευμένος και αυτό το έδειχνε σε κάθε στιγμή». Τη γυναίκα του την έλεγαν Ρούλα.

Στον Άγιο Γεώργιο ο Κατούντας είδε στρατιώτες από το 251 Τάγμα Πεζικού, και ρώτησε κάποιον απ’ όλους: «Πού είναι ο εχθρός;» Κι ο στρατιώτης: «Είναι πολλοί, κύριε λοχαγέ, είναι πάρα πολλοί! Καλύτερα να φύγετε. Το δικό μας τάγμα διαλύθηκε». Οι Τούρκοι ήταν 3.000, και συνοδεύονταν από άρματα. Ο Κατούντας είχε 62 καταδρομείς. «Δεν σε ρώτησα πόσοι είναι», είπε στον στρατιώτη, «αλλά πού είναι». Μετά από τον Άγιο Γεώργιο έφτασαν ανάμεσα στα χωριά Κάρμι και Τέμπλος, όπου δόθηκε η μάχη, που την εξιστορεί εδώ ο στρατιώτης Χαράλαμπος Κυρίλλου: «Οι Τούρκοι έκαναν πίσω και τότε ο λοχαγός μάς φώναξε όλους και μας διέταξε ότι τώρα πρέπει να φύγουμε προς άλλη κατεύθυνση, λέγοντας: “Μωρέ, φύγετε. Οι μανάδες της Κύπρου θα μαυροφορεθούν σήμερα και δεν θέλω να ’ναι οι δικές σας”». Η δική του ήταν δίπλα του. Παρέλειψα να αναφέρω τα ονόματα των γονιών του Νικόλα. Επιτρέψτε μου να το κάνω τώρα, χωρίς άλλα σχόλια: Παναγιώτης∙ και Σωτηρία. «Έμεινε τελευταίος να μας καλύπτει σαν Λεωνίδας της Κύπρου. «Εγώ και ο Λοχαγός», συνεχίζει ο Κυρίλλου, «καλύπταμε τους υπόλοιπους για την έξοδο από τη χαράδρα μέχρι να βγει και ο τελευταίος. Μείναμε στο τέλος μόνοι μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια για λίγο. Το πρόσωπό του είχε μια υπερκόσμια λάμψη. Αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Τέτοιο χαμόγελο δε νομίζω να αντικρίσω ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη. Ένα χαμόγελο σιγουριάς, αγάπης και αυτοθυσίας. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε λοχαγός και στρατιώτης. Υπήρχαν δύο άνθρωποι, δύο φίλοι. Μου είπε να φύγω και ότι θα με καλύπτει».
Και ο Κυρίλλου έφυγε. «Αυτό το σφάλμα που έκανα», λέει, «και τον άφησα μόνο του, δεν θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου». Στον Χαράλαμπο Κυρίλλου οφείλουμε την τελευταία μαρτυρία για τον Πατρινό λοχαγό. Η Κερύνεια έπεσε στις 22 Ιουλίου 1974. Μαζί της χάθηκε και ο ηρωικός Νίκος Κατούντας, ο οποίος πλέον αποκαλείται: «Ο Λεωνίδας της Κερύνειας».
Επισήμως, σήμερα, ο Πατρινός λοχαγός θεωρείται αγνοούμενος.

Άλλοι τον τίμησαν, η Πάτρα τον αγνόησε
Ο Nικόλαος Κατούντας ήταν απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων είχε εκπαιδευτεί ως καταδρομέας, αλεξιπτωτιστής, βατραχάνθρωπος και χιονοδρόμος, ενώ ήταν και τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Το 1973 ήταν υπολοχαγός όταν μετατέθηκε στην Κύπρο, όπου ανέλαβε καθήκοντα του διοικητή της 33ης Μοίρας Καταδρομών.
Το έλλειμμα της Πάτρας ως προς την οφειλόμενη απόδοση τιμής σε ένα άξιο τέκνο της, για το οποίο μόνο υπερήφανη μπορεί να είναι, αγγίζει τα όρια της ντροπής αν σκεφτεί κανείς ότι αλλού έχει δεόντως τιμηθεί. Ο Νικόλαος Κατούντας προήχθη επ’ ανδραγαθία σε αντισυνταγματάρχη πεζικού, ενώ με Προεδρικό Διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου του 2008 προήχθη στο βαθμό του αντιστράτηγου.
Προτομές του υπάρχουν στην πλατεία της οδού Αριστομένους, στην Καλαμάτα, την ιδιαίτερη πατρίδα της γυναίκας του, καθώς και στο στρατόπεδο Δελφινιού Λαγκάδας, στη Χίο, το οποίο φέρει και το όνομά του. Αυτό έχει δοθεί και σε δρόμο του ημικατεχόμενου δήμου Αγλαντζιάς, στη Λευκωσία.
Δυστυχώς, στην Πάτρα, δεν υπάρχει καμιά αντίστοιχη απόδοση τιμής. Και η ευθύνη γι’ αυτήν την αδικαιολόγητη παράλειψη δεν ανήκει αποκλειστικά στη σημερινή δημοτική αρχή, είναι ωστόσο αυτή που θα πρέπει να κάνει τώρα αυτό που δεν έγινε, δεκαετίες τώρα.