«Σαββόπουλος…Χάρηκα»: Αφιέρωμα στον μέγιστο των τραγουδοποιών

22.10.2025

” Ένας άνθρωπος που ήθελε να φτάσει την τελειότητα, ξέροντας πως δεν θα την φτάσει ποτέ και γι’ αυτό την πλησίασε όσο κανείς”.

Της Νικόλ Μακρή

Ο υπέρτατος τραγουδοποιός όλων έφυγε για μέρη αλλιώτικα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος —ο Νιόνιος, όπως τον φώναζαν όσοι τον αγαπούσαν— δεν είναι πια εδώ. Μα είναι παντού..στη βραχνή φωνή που κάποτε τραγουδούσε για τη «Συννεφούλα», στη θάλασσα του «Μπάλλου», στο φορτηγό που ξεκινούσε λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη πριν ξημερώσει.

Γεννημένος στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, παιδί μιας πόλης που πάντα κουβαλούσε τη μελαγχολία της, ο Σαββόπουλος μεγάλωσε ανάμεσα σε διηγήσεις για την Πόλη και τη Φιλιππούπολη. Από μικρός ένιωθε ότι η ζωή είναι ιστορία που πρέπει να ειπωθεί, και ότι η μουσική είναι ο τρόπος να τη σώσεις από τη λήθη.

Διονύσης Σαββόπουλος (περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ, 1971).

Το 1963, αφήνει τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ένας εικοσάχρονος με μια κιθάρα, μια βαλίτσα και τη φράση «να βρω δουλειά». Ζει όπως μπορεί, κοιμάται σε φίλους, στα γραφεία της ΕΦΕΕ, δουλεύει μπογιατζής, σερβιτόρος, δημοσιογράφος, μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μαζεύει εμπειρίες και τις μετατρέπει σε τραγούδια.

Στα πρώτα του βήματα, οι παρέες του είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, η Μαρία Φαραντούρη, ο Μάνος Λοΐζος. Μα εκείνος ψάχνει κάτι άλλο μια φωνή προσωπική, που να χωράει και τα σιωπηλά και τα θορυβώδη της εποχής. Το 1964 γνωρίζει τον Νίκο Μαμαγκάκη και μέσα από αυτόν φτάνει στη Lyra του Αλέξανδρου Πατσιφά. Ο πρώτος του δίσκος, ένα μικρό EP το 1965, δεν μοιάζει με τίποτα γνωστό. Στο οπισθόφυλλο γράφει ο ίδιος: «Το τραγούδι μου είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει έναν κόμπο χαρά κι έναν κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο μια επανάσταση.»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με ηλεκτρική κιθάρα (περιοδικό ΣΗΜΑ, 1975)

Αυτό το παιδί που «ξεκίνησε με ένα φορτηγό» γίνεται, μέσα σε λίγα χρόνια, ο καθρέφτης μιας ολόκληρης εποχής. Το 1966 κυκλοφορεί το «Φορτηγό», ένα άλμπουμ που ένωσε τη διαμαρτυρία του Dylan με το λαϊκό δράμα της ελληνικής επαρχίας. Η Ελλάδα των μπουλουκιών, των σαλτιμπάγκων, των ερωτευμένων και των κυνηγημένων, βρίσκει τη φωνή της μέσα στις ιστορίες του.

Ύστερα ήρθε η χούντα. Ο Σαββόπουλος συλλαμβάνεται και βασανίζεται στη Μπουμπουλίνας το 1967 γράφει μέσα στα κελιά του τη «Δημοσθένους λέξι», τη «Θεία Μάρω» και τη «Θαλασσογραφία». Παντρεύεται την Άσπα και φεύγει για το Παρίσι, όπου θα γράψει την «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα» που για να ξεγελάσει τη λογοκρισία, θα βαφτίσει «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Πέντε μήνες στο Παρίσι έπαιζε φλιπεράκι με τον Φασιανό και έγραφε τραγούδια. Όταν επιστρέφει, είναι άλλος άνθρωπος.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την Άσπα (αριστ.) στη Θεσσαλονίκη. Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Το 1969 έρχεται «Το Περιβόλι του Τρελλού». Στο Rodeo, με τα Μπουρμπούλια, ο Σαββόπουλος συναντά τον ηλεκτρισμό της ροκ. Παντρεύει τα Βαλκάνια με το Λονδίνο, το καφενείο με τη φαντασίωση του Woodstock. Και μετά, ο «Μπάλλος» —ο δίσκος που γεννά το ελληνικό ροκ. Μια γιορτή και μια εξέγερση μαζί. «Κιλελέρ», «Ο παλιάτσος κι ο ληστής», «Μπάλλος».

Όμως η κορύφωση έρχεται στο «Βρώμικο Ψωμί». Με τη Λαιστρυγόνα, ο Σαββόπουλος κάνει το Κύτταρο θέατρο λαϊκό και πολιτικό. Καραγκιοζοπαίκτες, παλαιστές, δημοτικοί μουσικοί, φώτα, καπνός, φωνές. Εκεί γράφει τραγούδια που δεν ανήκουν σε εποχή: «Ζεϊμπέκικο», «Μαύρη Θάλασσα», «Άγγελος εξάγγελος». Το ροκ συναντά τη μνήμη, ο λαός τη σκηνή, ο Σαββόπουλος την αιωνιότητα.

 Φωτογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, στο Rodeo ενώ παρουσιάζει τον κύκλο τραγουδιών «Το Περιβόλι του Τρελλού» (Χειμώνας 1969-1970).

Με τη Μεταπολίτευση αποκτά τη φωνή του δημόσιου σχολιαστή. Το «10 Χρόνια Κομμάτια» είναι μια συνοπτική αυτοβιογραφία σε δίσκο. Ο «Καθρέφτης» με τον Μπαγιαντέρα, το «Happy Day», οι «Αχαρνής» που θα τους ανεβάσει μόνος του στην Πλάκα, με νεαρούς τότε τον Παπάζογλου, τον Μπουλά, τη Μελίνα Τανάγρη. Ένας Αριστοφάνης αλλιώτικος, πιο λαϊκός, πιο προσωπικός. Το 1978 είναι πίσω από την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και το 1979 χαρίζει στον κόσμο τη «Ρεζέρβα» —με το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» και το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Ένας απολογισμός και μια εξομολόγηση ταυτόχρονα.

Στα ’80s γίνεται θεσμός: το «Τραπεζάκια έξω» με το «Ας κρατήσουν οι χοροί» ηχεί από ραδιόφωνα, ταράτσες και αυλές. Το 1983 γεμίζει το Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ τρία χρόνια αργότερα παρουσιάζει στην ΕΡΤ το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», μια εκπομπή που ακόμη σήμερα παραμένει σημείο αναφοράς. Κι ύστερα, το «Κούρεμα». Μια γυμνή, θυμωμένη εξομολόγηση για τη γενιά του ’60, για την Ελλάδα που αλλάζει, για την ήττα της αθωότητας. Όμως στο τέλος —όπως πάντα— ένα φως. Το τραγούδι «Καλοκαίρι».

Τη δεκαετία του ’90 επανέρχεται πιο ήσυχος, με το «Μη πετάξεις τίποτα» να γίνεται ύμνος αναστοχασμού και ελπίδας. Παράλληλα γράφει για το θέατρο, για την τηλεόραση, και στο «Ξενοδοχείο» ξαναπιάνει τα τραγούδια που τον διαμόρφωσαν, από τον Dylan ως τους Talking Heads, ντύνοντάς τα στα ελληνικά. Το 1999 κυκλοφορεί ο «Χρονοποιός», ο τελευταίος του δίσκος με νέα τραγούδια — ώριμος, στοχαστικός, γεμάτος φως.

Μπουρμπούλια. (Από αριστερά): Βασίλης Ντάλλας, Johnny Lambizzi, Σπύρος Καζιάνης, Νίκος Τσιλογιάννης («Ο Σαββόπουλος στην Λύρα», 1997)

Κι ύστερα ήρθαν οι συνεργασίες. Από την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον Πορτοκάλογλου ως τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον οποίο θα υπογράψουν τον «Σαμάνο». Από τα Μέγαρα Μουσικής στο Κύτταρο, από τα φεστιβάλ στο ραδιόφωνο, ο Σαββόπουλος δεν σταματά να μιλά. Να αφηγείται, να γελά, να διαφωνεί, να προκαλεί. Πάντα με εκείνη την ειλικρινή απορία του παιδιού που δεν σταμάτησε να ρωτά.

Το 2025, στο βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», αποφασίζει να τα πει όλα. Με μεταμέλεια και καθαρότητα εξομολογείται: «Μετρήθηκα και βρέθηκα λειψός». Μιλά για τη ζήλια, για τη σκληρότητα προς τους δικούς του, για την απόσταση από φίλους και ομοτέχνους. Ζητά συγγνώμη από τον γιο του, από τη Βέμπο και τον Μίμη Τραϊφόρο, από τον Χατζιδάκι και τον Μικρούτσικο. «Ό,τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα», γράφει, «το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα».

Στο στούντιο για την ηχογράφηση των podcasts του για το ελληνικό τραγούδι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO

Κι εκεί βρίσκεται όλη του η αλήθεια. Ένας άνθρωπος που ήθελε να φτάσει την τελειότητα, ξέροντας πως δεν θα την φτάσει ποτέ και γι’ αυτό την πλησίασε όσο κανείς. Ένας δημιουργός που πήρε τον λόγο και τον έκανε τραγούδι, την Ελλάδα και την έκανε μελωδία.

Σήμερα, που η φωνή του σώπασε, νιώθουμε ότι δεν έφυγε στ’ αλήθεια. Γιατί ο Σαββόπουλος υπάρχει όπου ακούγεται ένα ραδιόφωνο στο βάθος, όπου κάποιος τραγουδάει «Ας κρατήσουν οι χοροί», όπου ένας πιτσιρικάς πιάνει κιθάρα και λέει «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ». Γιατί μας έμαθε ότι το τραγούδι δεν είναι απλώς μουσική είναι τρόπος να θυμάσαι, να ονειρεύεσαι, να αντέχεις.

Κι αν ο υπέρτατος τραγουδοποιός όλων έφυγε για μέρη αλλιώτικα, εμείς θα συνεχίσουμε να τον ακούμε. Στην Εθνική Οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, εκεί που «το φορτηγό» σταματά για λίγο πριν ξημερώσει και μέσα απ’ τα θρύψαλα της βιτρίνας, ακούμε ακόμη την ψυχή του.-

Don't Miss

Διονύσης Σαββόπουλος: Πότε και πού θα γίνει η κηδεία του σπουδαίου τραγουδοποιού

Δημοσία δαπάνη θα γίνει η κηδεία του.

Έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδοποιός, Διονύσης Σαββόπουλος

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε κάτι περισσότερο από τραγουδοποιός· ήταν ποιητής, στοχαστής και