Υπήρξε ένα από τα πιο αντιφατικά πλάσματα και ένα από τα δισεπίλυτα αινίγματα που έλαμψαν στον 20ο αιώνα. Το απόλυτο sex symbol και η καθηλωτική «blonde bombshell» του κινηματογραφικού σελιλόιντ -και μαζί ένα πλάσμα απίστευτα ευάλωτο, μοναχικό και βυθισμένο στις φοβίες. Την μια στιγμή κυκλοφορούσε με άνεση στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας και του σταρ-σύστεμ του Χόλιγουντ, την επόμενη βρισκόταν απομονωμένη στην πλούσια βιβλιοθήκη της διαβάζοντας ότι πιο εκλεκτικό και ψαγμένο, από Μπέκετ και Χέμινγουεϊ έως Φλομπέρ ακόμα και τον σχετικά άγνωστο τότε Αλμπέρ Καμύ.
Από τη μια οι pin-up φωτογραφήσεις και το εξώφυλλο στο Playboy και από την άλλη οι αγαπημένες στιγμές ηρεμίας πάνω από τις σελίδες του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις (σε μία εμβληματική φωτογραφία του Esquire), με ένα εσωτερικό φως γαλήνης να την καταυγάζει. Η Νόρμα Τζιν ήταν πολλά και αντικρουόμενα πρόσωπα, περσόνες εκ διαμέτρου αντίθετες, που συγκρούονταν η μία με την άλλη, και την οδηγούσαν διαρκώς σε μία εσωτερική μάχη, στην οποία το μόνο καταφύγιο που έβρισκε ήταν η ποίηση. Για την ακρίβεια, η δική της ποίηση.

Sex symbol και διανοούμενη
Το ευρύ κοινό γνώρισε αυτή την διάσταση της προσωπικότητάς της πολύ αργότερα από το 1962 και τον μυστηριώδη όσο και ανεξιχνίαστο ακόμα και σήμερα θάνατό της. Μόλις το 2010 η δημοσίευση του τόμου «Fragments: Poems, Intimate Notes, Letters» έθεσε στην πρώτη γραμμή ένα στοιχείο της προσωπικότητας της Μονρόε που επί δεκαετίες αγνοήθηκε ή περιφρονήθηκε: την ίδια ως ποιήτρια και -όσο τις επέτρεπε η έλλειψη ακαδημαϊκών σπουδών- και ως στοχαστή. Τα χειρόγραφα μιας εικοσαετίας, από το 1943 έως το 1962 βρέθηκαν στα χέρια του Λι Στράσμπεργκ (στον οποίο είχε αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της) και μετά στην χήρα του Άννα, η οποία έδωσε και την άδεια να δημοσιευτούν. Η έκδοση προκάλεσε αρκετή αίσθηση, καθώς αποκάλυπτε στο ευρύ κοινό και στην πλήρη τους έκταση μια άγνωστη πλευρά της Μονρόε. Αλλά υπήρξαν και αρκετές αντιδράσεις, καθώς πολλοί στις ΗΠΑ εξέφρασαν την άποψη ότι η έκθεση προσωπικών σημειώσεων παραβιάζει πλευρές από την ιδιωτικότητα ενός ανθρώπου που ίσως θα ήθελε να παραμείνουν κρυφές.
Τα γραπτά που συγκεντρώθηκαν στο Fragments δεν συνιστούν έναν «ορθολογικά» δομημένο ποιητικό κύκλο. Αντίθετα, πρόκειται για θραύσματα: σκόρπιες σελίδες ημερολογίων, μικρές στροφές που μοιάζουν περισσότερο με προσωπικά μάντρα, περιλήψεις ονείρων, και λίγες ολοκληρωμένες φόρμες. Η φράση-κλειδί σε πολλά από αυτά είναι η λέξη «φόβος»: φόβος εγκατάλειψης, φόβος του κενού, φόβος της απώλειας του εαυτού. Η διατύπωση συχνά είναι λιτή, σαν να επιχειρεί να συλλάβει κάτι που δεν έχει όνομα. Αυτή η μορφή, θραυσματική και επαναλαμβανόμενη, θυμίζει περισσότερο ένα «ημερολογιακό ποίημα» παρά σύνολο στίχων που στόχευε στην δημοσίευση και στην αναγνώριση από τους ποιητές της γενιάς της.
Τα ποιήματα και οι σημειώσεις της Μονρόε κινούνται γύρω από λίγες, επίμονες θεματικές. Τη μοναξιά ως δομικό στοιχείο της ύπαρξης, την έκθεση του σώματος και απόρριψης που νιώθει η ίδια γι’ αυτό, την αναφορά σε αναμνήσεις παιδικής εγκατάλειψης και ψυχικών ταλαντώσεων στο υπαρξιακό κενό, της απώλειας και ενός ιδιόμορφου ερωτισμού. Αυτό που αιφνιδιάζει πολλούς αναγνώστες δεν είναι μόνο το περιεχόμενο αλλά και το ότι η Μονρόε, αντιστρόφως από την εικόνα που της επιβλήθηκε, ήταν δεινή αναγνώστρια και συλλέκτρια βιβλίων. Η προσωπική της βιβλιοθήκη αριθμούσε εκατοντάδες τόμους (πολλοί λένε πάνω από 400), από κλασικούς μέχρι φιλοσοφία και ποίηση. Το γεγονός αυτό φωτίζει τη γραφή της: δεν πρόκειται για απλά αυτοαναφορικές και ψευδοφιλοσοφικές ατάκες μιας σταρ αλλά για ανθρώπινη γλώσσα που έχει έλθει σε επαφή με μεγάλα κείμενα και εσωτερικούς μονολόγους.
Αν η δημόσια Μέριλιν ήταν η επιτομή του γκλάμουρ και -όπως της επέβαλε το star system- ένα δημόσιο είδωλο «εύκολο» και έτοιμο προς κατανάλωση, η ιδιωτική Νόρμα Τζιν εντοπίζεται στα κείμενά της ως περίπλοκη, ευαίσθητη και με στέρεες φιλοσοφικές ανησυχίες. Ο αναγνώστης των αποσπασμάτων του βιβλίου Fragments, έρχεται αντιμέτωπος με μια γυναίκα που δεν αρκέστηκε ποτέ στο να είναι «η χαζή ξανθιά» που ήθελε η κοινωνία να δει. Αντίθετα, κρατούσε σημειώσεις στα περιθώρια των γυρισμάτων, έγραφε στίχους ανάμεσα σε διαλόγους ταινιών, σημείωνε σκέψεις για τον εαυτό της, για τον θάνατο, για τη ζωή. Η γραφή της προσφέρει έναν τρόπο να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στην εικόνα και την πραγματικότητα. Ο δημόσιος χαρακτήρας δεν ήταν το πνευματικό κέντρο της, αλλά ένα περίβλημα που την βασάνιζε και την οδηγούσε διαρκώς σε σκέψεις αυτοκαταστροφής.

Η γέφυρα του Μπρούκλιν
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματά της είναι εκείνο που αναφέρεται στην γέφυρα του Μπρούκλιν: «Ω, να πάρει, θα ήθελα να ’μουν / νεκρή -ανύπαρκτη εντελώς- / να ’χα φύγει μακριά από δω, από παντού∙ μα πώς θα γινόταν; / Υπάρχουν πάντα οι γέφυρες -η γέφυρα του Μπρούκλιν- / μα εγώ αγαπώ εκείνη τη γέφυρα / (όλα είναι όμορφα από κει, κι ο αέρας τόσο καθαρός) / περπατώντας νιώθεις γαλήνη / ακόμα κι αν τρέχουν από κάτω σαν τρελά /τα αυτοκίνητα. Οπότε / θα πρέπει να είναι κάποια άλλη γέφυρα/μια άσχημη, δίχως θέα / -μόνο που αγαπώ ιδιαίτερα όλες τις γέφυρες- / έχουν κάτι δικό τους, κι άλλωστε /ποτέ δεν έχω δει άσχημη γέφυρα».
Οι στίχοι αυτοί αναδεικνύουν με σπαρακτικό τρόπο την βαθιά υπαρξιακή αγωνία και τις αυτοκτονικές τάσεις της Μέριλιν. Μαζί όμως δείχνουν και μία γραφή ωμή και ανεπιτήδευτη, ένα ύφος που φαίνεται να έχει αρκετά κατασταλαγμένες τις επιρροές της από την αμερικάνικη ποιητική παράδοση, έστω και αν δεν φθάνει την τέχνη εκείνων που λάτρεψε όπως η Ντίκινσον, ο Γουίτμαν ή ο αγαπημένος της Ε.Ε. Καμινγκς. Οι επιρροές της ήταν πολλές και γόνιμες, έστω και αν κάποιοι πιο αυστηροί παρατηρούν ότι τα κείμενά της δεν συνιστούν ένα ποιητικό «σώμα» μεγάλου βεληνεκούς αλλά διάσπαρτες φωνές αγωνίας, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο σε επαφή με την κυρίαρχη αμερικανική ποιητική παράδοση.

Στην Ελλάδα, αυτή η άγνωστη στους πολλούς πλευρά της Μέριλιν έγινε λίγο πιο γνωστή το 2012, μέσα από την εξαμηνιαία έκδοση “Ποιητική» των εκδόσεων Πατάκη, της οποίας την επιμέλεια είχε ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός (Σ.Σ.: μεγάλη απώλεια η διακοπή της έκδοσης αυτής που αποτέλεσε γόνιμο θερμοκήπιο της ποιητικής τέχνης για την χώρα μας). Στο 10ο τεύχος είχαν δημοσιευτεί κάποια από τα πιο ολοκληρωμένα και εκτενή ποιήματα της Μονρόε σε μετάφραση του νεαρού ποιητή Χάρη Δούκα. Σημειώνουμε το πιο ενδιαφέρον από τεχνικής άποψης και πολύ μοντέρνο ποίημα από αυτήν εξαιρετική μεταφραστική κατάθεση, γραμμένο από την Μέριλιν το 1955 σε μία μοναχική σουίτα σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης: «Κομμάτια μας μόνο θ’ αγγίξουν / κάποτε κομμάτια κάποιων άλλων –/ γιατί η αλήθεια καθενός είναι αυτό / και μόνο –η δική του αλήθεια. / Μπορούμε να μοιραστούμε μόνο / το μέρος που είναι αποδεκτό / από τη γνώση του άλλου, / κι έτσι μένει κανείς / κατά το πλείστον μόνος. / Όπως και είναι προφανώς / καθορισμένο από τη φύση –/ στην καλύτερη περίπτωση / η αντίληψή μας ν’ αναζητά / τη μοναξιά του άλλου».
Τι μένει λοιπόν από την Μονρόε-ποιήτρια; Μένει η υπενθύμιση ότι τα μεγάλα σύμβολα κρύβουν πάντα ζωές πιο πολύπλοκες από τις εύκολες αφηγήσεις. Μένει επίσης ένα κάλεσμα να διαβάσουμε ξανά την ίδια, όχι ως εικόνα αλλά ως άνθρωπο που γραπτά της διεκδικούν σεβασμό ως αυτοτελή παραγωγή. Μα πιο πολύ, αποτελεί μια υπόμνηση της στενής σχέσης ανάμεσα στη δημιουργία και στην ανάγκη ψυχικής επιβίωσης. Για τη Νόρμα Τζιν, η γραφή ήταν μέσο να υπάρξει μέσα στην έκθεση και τη μοναξιά. Μια κραυγή αγωνίας ενός ανθρώπου που ντύθηκε τόσους ρόλους, όμως ποτέ δεν κατάφερε να φορέσει τον αληθινό εαυτό της: «Βοήθεια / Βοήθεια / Βοήθεια / Νιώθω τη ζωή να πλησιάζει, / όταν το μόνο που θέλω / είναι να πεθάνω. / Κραυγή –/ ξεκίνησες και τέλειωσες στον αέρα, αλλά το ενδιάμεσο πού ήταν;»
Η ανάγνωση της Μονρόε ως ποιήτριας δεν ακυρώνει την εικόνα της σταρ αλλά την συμπληρώνει. Όσα αποσπάσματα έμειναν πίσω από την λάμψη του pop icon αποκαλύπτουν μια φωνή που δεν ζητούσε θέαμα αλλά κατανόηση. Ίσως το πιο εύστοχο σχόλιο το είχε γράψει ο πιο καθοριστικός άνδρας της ζωής της, ο Άρθουρ Μιλερ. Την παρομοίασε με «έναν ποιητή που προσπαθεί να απαγγείλει στίχους στη γωνία του δρόμου, ενώ το πλήθος της σκίζει τα ρούχα». Ένα από τα πιο σπαρακτικά και τόσο ακριβή σχόλια για ένα φωτεινό πλάσμα που κινήθηκε ανάμεσα στου θεούς και τους δαίμονές της, κραυγάζοντας σε μικρά χαρτάκια ξενοδοχείων και σημειωματάρια «αχ, γαλήνη, σε χρειάζομαι- / έστω και ένα τέρας / τέρας γαλήνιο».
newmoney.gr