Η φαλτσέτα του τσαγκάρη.
Του Διονύση Ζακυνθινού
Το πρωί της Κυριακής 3 Νοεμβρίου του 1896, μετά από την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία, δύο ευυπόληπτοι Πατρινοί, ο τραπεζίτης Διονύσιος Φραγκόπουλος και ο σταφιδέμπορος Ανδρέας Κόλλας, συζητούσαν στην γωνία των οδών Ανεξαρτησίας (σημερινή οδός Γεροκωστοπούλου) και Ρήγα Φεραίου, στο κέντρο της Πάτρας. Ο Φραγκόπουλος ήταν τιμημένος με το Σταυρό του Σωτήρα, ενώ ο πλούσιος έμπορος Κόλλας διατηρούσε υποκατάστημα στο Λονδίνο.
Ξαφνικά μπροστά τους πρόβαλε, ο τσαγκάρης Δημήτρης Μάτσαλης, τον οποίο γνώριζαν και οι δύο. Χωρίς να τους απευθύνει το λόγο ο Μάτσαλης τράβηξε από τη μέση του ένα μαχαίρι και όρμηξε καταπάνω τους. O Φραγκόπουλος δέχτηκε το χτύπημα στην καρδιά και έπεσε νεκρός. Στη συνέχεια ο Μάτσαλης έβγαλε ένα περίστροφο και πυροβόλησε μία φορά τον Κόλλα τον οποίο τραυμάτισε ελαφρά.
Ο δράστης παρέμεινε στη θέση του περικυκλωμένος από το πλήθος που έτρεξε από τον πυροβολισμό και τις φωνές του Κόλλα. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει τον τσαγκάρη με το περίστροφο στο χέρι.

Ο Δημήτριος Μάτσαλης παραδόθηκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση στους χωροφύλακες που έφτασαν μετά από αρκετή ώρα. Μέχρι τότε ήταν περικυκλωμένος από εκατοντάδες περίεργους πολίτες.
Κατά την ανάκριση του στην μοιραρχία δήλωσε ότι, ήταν αναρχικός ιδεολόγος και ότι δεν έχει καμία σχέση με τους σοσιαλιστές της Πάτρας, ενώ ήταν γεμάτος χαρά που κατόρθωσε να εξοντώσει έναν εκπρόσωπο της κεφαλαιοκρατίας: «Είμαι αναρχικός και οι αναρχικοί είναι υπέρ της βίας. Οι σοσιαλισταί είναι καταγέλαστοι και τίποτε με αυτούς δεν με συνδέει. Οι σοσιαλισταί θέλουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους με την πειθώ, ενώ εγώ ως αναρχικός είμαι υπέρ της τρομοκρατικής βίας». (Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», σελ. 83).
Η μεγαλοπρεπής κηδεία
Την επομένη της δολοφονίας πραγματοποιήθηκε η κηδεία του Διονυσίου Φραγκόπουλου, η οποία περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής «ως εκ των μεγαλοπρεπέστατων θεαμάτων». Την πολυτελή οικία του στην οδό Αγίου Ανδρέου επισκέφθηκε πλήθος κόσμου ενώ παραβρέθηκε και λόχος στρατιωτών για να αποδώσει τις απαραίτητες τιμές προς τον τιμηθέντα με τον Σταυρό του Σωτήρος. Εντύπωση, επίσης, προκάλεσε η μαζική και οργανωμένη προσέλευση πενήντα εμπόρων – μελών του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής», υπό την αρχηγία του προέδρου, Άμβουργερ. Την πομπή συνόδευσε πλήθος κόσμου προς την Μητρόπολη. Μετά από την εξόδιο ακολουθία ο Χρήστος Κορύλλος, γιατρός και πολιτικός, εκφώνησε την καθιερωμένη νεκρολογία παρουσιάζοντάς τον ως επιεικέστατο ως προς τις οικονομικές του συναλλαγές και γενικά ως χρηστό πολίτη που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό της πόλης.

Τραγικός επίλογος με αυτοχειρία
Στις 7 Νοεμβρίου (τέσσερις ημέρες μετά από τη δολοφονική επίθεση) ο Μάτσαλης μεταφέρθηκε στην απομόνωση της φυλακής του κάστρου της Πάτρας. Αποχαιρετώντας τους συγκρατούμενούς του στον θάλαμο «τέσσερα» του κάστρου, τους μοίρασε τα καθαρά ρούχα που είχε μαζί του. Σύμφωνα με τις πηγές φέρεται να τους είπε: «Σε λίγο όλοι θ’ ακούσετε».
Καθώς περπατούσε προς την απομόνωση, άναψε τσιγάρο. Σε λίγα λεπτά ένας φοβερός κρότος συντάραξε τη φυλακή του κάστρου. Οι φύλακες βρήκαν τον Μάτσαλη σωριασμένο στο κελί του μέσα σε μία λίμνη αίματος. Το σώμα ήταν ακέφαλο. Ο Μάτσαλης είχε ένα φυσίγγιο δυναμίτιδας στο στόμα και χρησιμοποίησε το τσιγάρο για φιτίλι. Έτσι γράφτηκε ο επίλογος της πρώτης αυτής πράξης ατομικής τρομοκρατίας, όπως χαρακτηρίστηκε η εγκληματική ενέργεια του σανδαλοποιού Δημήτρη Μάτσαλη.