Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Αυγούστου 1832, πέθανε, σε ηλικία μόλις 39 ετών, ένας εκ των αρχηγών της Επανάστασης του 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Από την Ύδρα μέχρι τις πρώτες του αποστολές στον Μοριά και από εκεί στη συγκλονιστική συμβολή του στην άμυνα του Ναυπλίου, ο Δημήτριος Υψηλάντης αγωνίστηκε με πάθος για την ελευθερία της Ελλάδας. Παρά τις πολιτικές αντιξοότητες και τις διχόνοιες που τον περιέβαλλαν, παρέμεινε προσηλωμένος στο όραμα της ανεξαρτησίας.
Αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη και επιφανές μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ξεχώρισε για τη στρατιωτική του ευφυΐα, το ήθος του και τον ασίγαστο πατριωτισμό του.
Ο Δ. Υψηλάντης ήταν, κατά τον ιστορικό Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο, «ο αγνότερος ίσως και περισσότερο ανιδιοτελής από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης».
Ο έρωτας του με τη Μαντώ Μαυρογένους έμεινε στην ιστορία σαν ένα ρομαντικό σύμβολο μέσα στο χάος του πολέμου, το οποίο, όμως, είχε τραγικό τέλος.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης πέθανε μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Αυγούστου 1832, σε ηλικία μόλις 39 ετών. «Επέλεξε να θυσιάσει τα πάντα για την πατρίδα, χωρίς να σκιάσει την ψυχή του το μίσος για τους άλλους», είχε πει για εκείνον ο Γεώργιος Τερτσέτης εκφωνώντας τον επικήδειο λόγο του.

Δημήτριος Υψηλάντης: Μία γενναία ψυχή
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1793. Ήταν γόνος εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας. Ήταν δευτερότοκος γιος του επιφανούς φαναριώτη Κωνσταντίνου Υψηλάντη και αδερφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Δ. Υψηλάντης φοίτησε σε στρατιωτική σχολή των Παρισίων και κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντίων Πολέμων υπηρέτησε ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού.
Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε το 1918 και τον Φεβρουάριο του 1821 αποφασίστηκε να κατεβεί στην Πελοπόννησο για να αναλάβει την ηγεσία τού Αγώνα ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής».
Η πορεία του στην Ελλάδα του ξεσηκωμού ξεκίνησε την άνοιξη εκείνης της χρονιάς όταν και έφτασε στην Ύδρα με το ψευδώνυμο Αθανάσιος Στοστοπόπουλος.
Μαζί του έφερε 300.000 γρόσια (προσφορά της οικογένειάς του για τον Αγώνα) καθώς και ένα τυπογραφείο, στο οποίο θα τυπωνόταν στην Καλαμάτα η πρώτη εφημερίδα του Αγώνα, η «Σάλπιγξ Ελληνική».
Αμέσως ξεκίνησε την προσπάθεια για να οργανώσει έναν τακτικό στρατό και στόλο υπό ενιαία και ισχυρή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Αυτό βρήκε σφόδρα αντίθετους τους πρόκριτους της Πελοποννήσου που άρχισαν αν τον διαβάλλουν.
Χολωμένος ο Δημήτριος Υψηλάντης συνέχισε την πολεμική του δράση αδιαφορώντας για τα όσα έκαναν στην πλάτη του οι πολιτικοί αντίπαλοί του. Τον Δεκέμβριο προσπάθησε (χωρίς επιτυχία) να καταλάβει το Ναύπλιο, Τον Ιανουάριο πέτυχε την κατάληψη του Άργους και πολέμησε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Δερβανάκια και το Αγιονόρι.
Βλέποντας τις έριδες ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες να «φουντώνουν», απογοητεύτηκε και απομονώθηκε στο Ναύπλιο αλλά ξαναρίχτηκε στον Αγώνα όταν του το ζήτησε ο Κολοκοτρώνης προκειμένου ενωμένοι να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ Πασά.
Σε αυτό το κομμάτι του Αγώνα ο Υψηλάντης είχε μεγάλες επιτυχίες (στους Μύλους Αργολίδας) αλλά και μεγάλες αποτυχίες (στα Βέρβαινα της Αρκαδίας).
Μετά από την πτώση του Μεσολογγίου η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, τρομοκρατημένη από το μέγεθος της καταστροφής που είχαν προκαλέσει οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, ζήτησε την προστασία της Αγγλίας. Όταν ο Υψηλάντης το έμαθε διαμαρτυρήθηκε έντονα, στέλνοντας μία επιστολή στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Σας φοβίζει η πτώση του Μεσολογγίου; Εάν ναι αφοσιωθείτε, όπως και στις αρχές του αγώνα, στο ξεχωριστό πάθος και τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Το στήθος κάθε Έλληνα είναι ένα δεύτερο Μεσολόγγι. Εάν σας θορυβεί η έλλειψη πόρων να καταφύγετε στην γενναιοφροσύνη των πολιτών γιατί κανένας Έλληνας δεν αγνόησε τη φωνή της πατρίδος του. Εάν έχουμε ανάγκην προστασίας, να καταφύγωμε στους ηγεμόνες όλων των εθνών. Τα μεγάλα Έθνη και οι καλοί πατριώτες φαίνονται στις κρισίμες περιστάσεις της πατρίδος τους, δούλος είναι εύκολο να γίνει κάποιος, όταν θέλει, αλλά είναι πολύ δύσκολο να γίνει αρχηγός. Εάν επιθυμούμε πραγματικά ειρήνη, ας πάρουμε τα όπλα».
Η επιστολή αυτή προκάλεσε σάλο και εκνευρισμό με αποτέλεσμα η Εθνοσυνέλευση να αποφασίσει να «αποκλεισθεί από κάθε πολιτικό και στρατιωτικό καθήκον» ο Δ. Υψηλάντης. Όταν μετά από περίπου δέκα μήνες η απόφαση αυτή ανακλήθηκε ο Υψηλάντης δεν είχε κρατήσει κακία σε κανέναν. Ίσα ίσα έγινε ακριβώς το αντίθετο.
Έγραψε ένα γράμμα στο οποίο σημείωνε: «Η απόφαση σας με προτρέπει να προσφέρω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για τον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας»!

Η Μαντώ Μαυρογένους και το πρόωρο τέλος του Υψηλάντη
Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, ανέλαβε την αρχηγία του στρατού της Στερεάς Ελλάδας και στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας ηγήθηκε των Ελλήνων στην τελευταία (και νικηφόρα) μάχη της Επανάστασης.
Κάπου το 1826 ο Δημήτριος Υψηλάντης γνωρίστηκε με τη Μαντώ Μαυρογένους. Ο γενναίος στρατιωτικός ερωτεύτηκε αμέσως τη φλογερή επαναστάτρια και ανάμεσα στους δύο αναπτύχθηκε ένας φλογερός αλλά και άκρως ρομαντικός έρωτας.
Μετά το τέλος της Επανάστασης η Μαντώ Μαυρογένους εγκαταστάθηκε και αυτή στο Ναύπλιο και έμενε σε ένα φτωχόσπιτο απέναντι από το σπίτι του Υψηλάντη ο οποίος της είχε υποσχεθεί πως όταν απελευθερωθεί η Ελλάδα θα την παντρευτεί.
Ο έρωτας τον δύο, ωστόσο, προκάλεσε… πολιτική ένταση με τον Ιωάννη Κωλλέτη να φοβάται πως ένας τέτοιος γάμος θα έκανε ακόμα πιο ισχυρό τον Υψηλάντη. Ο Κωλλέτης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η συντηρητική κοινωνία δεν έβλεπε με «καλό μάτι» τη μη επίσημη σχέση των δύο νέων και έσπειρε τον σπόρο της διχόνοιας ανάμεσά τους.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν καταγραφεί ο Κωλλέτης έκανε πολλά προκειμένου να διαλύσει εκείνη τη σχέση. Έβαλε την προσωπική φρουρά του Υψηλάντη να απαγάγει τη Μαντώ και να τη μεταφέρει στη Μύκονο ενώ δε δίστασε να της πει πως η εύθραυστη υγεία του Υψηλάντη επιβαρυνόταν από αυτό το ειδύλλιο. Για να γίνει πιο πιστευτός, μάλιστα, έστειλε τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη να την τρομοκρατήσουν με αποτέλεσμα εκείνη να υποχωρήσει και να φύγει από το Ναύπλιο.
Ο Υψηλάντης προσπάθησε να τη μεταπείσει αλλά μάταια. Η σχέση τους, μάλιστα, διαλύθηκε με επεισοδιακό τρόπο όταν η Μαυρογένους υπέθεσε πως εκείνη η ιστορία με τους γιατρούς είχε «στηθεί» από τον ίδιο τον Υψηλάντη με τελικό σκοπό να αθετήσει την υπόσχεση γάμου που της είχε δώσει.
Ο επεισοδιακός χωρισμός έφτασε να απασχολεί ακόμα και την Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα ζητώντας από το προεδρείο να επιβάλει στον Υψηλάντη να την παντρευτεί!
Κάτι τέτοιο φυσικά και δεν έγινε και κάπως έτσι Δημήτριος Υψηλάντης και Μαντώ Μαυρογένους από δύο ερωτευμένοι άνθρωποι μετατράπηκαν σε ορκισμένους εχθρούς.
Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, πως όταν ο Υψηλάντης αρρώστησε βαριά και ήταν ζήτημα ημερών να πεθάνει εκείνη δεν πήγε να τον δει αν και έμεναν σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο.
Όταν τελικά, μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Αυγούστου 1832, ο Δημήτριος Υψηλάντης πέθανε (πιθανώς από κληρονομική μυοτονική δυστροφία ή φυματίωση) εκείνη συντετριμμένη, μαυροφορέθηκε και πήγε σπίτι του να τον μοιρολογήσει. Ήταν τέτοια η θλίψη της που κανένας δεν τόλμησε να την εμποδίσει.
Η ίδια, μάλιστα, ακολούθησε τη νεκρική πομπή στους δρόμους του Ναυπλίου και αμέσως μετά εγκατέλειψε για πάντα την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Πέθανε τον Ιούλιο του 1848, πάμφτωχη, ολομόναχη και ξεχασμένη από τους πάντες έχοντας θυσιάσει για τον Αγώνα τα πάντα. Από την περιουσία της μέχρι τον μεγάλο της έρωτα.
reader.gr